μακρογλωσσία

μακρογλωσσία
η
ιατρ. υπέρμετρη ανάπτυξη τού όγκου τής γλώσσας, που μπορεί να είναι συγγενής ή μυϊκής προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macroglossia < macro- (< μακρο-*) + glossia (< -γλωσσία < -γλωσσος < γλώσσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακρόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει μακριά γλώσσα 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από μακρογλωσσία 3. το αρσ. ως ουσ. ο μακρόγλωσσος ζωολ. α) γένος λεπιδόπτερων εντόμων, πεταλούδα, τής οικογένειας sphingidae β) γένος χειρόπτερων θηλαστικών, νυχτερίδα, τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”